ἀποκομίσω

ἀποκομίσω
ἀ̱ποκομίσω , ἀποκομίζω
carry away
aor ind mid 2nd sg (doric aeolic)
ἀποκομίζω
carry away
aor subj act 1st sg
ἀποκομίζω
carry away
fut ind act 1st sg
ἀποκομίζω
carry away
aor subj act 1st sg
ἀποκομίζω
carry away
fut ind act 1st sg
ἀποκομίζω
carry away
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
ἀποκομίζω
carry away
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κερδογαμώ — κερδογαμῶ, έω (Α) παντρεύομαι για να αποκομίσω κέρδος («λευκώλενον λίνον κερδογαμεῑς ἐπὶ τῶν αἰσχρὰς ἐπὶ κέρδει γαμούντων» παροιμ. για όσους παντρεύονται άσχημες γυναίκες με σκοπό το κέρδος, Διογενιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *κερδόγαμος < κέρδος +… …   Dictionary of Greek

  • πλαστοπροσωπώ — έω, Ν εμφανίζομαι ως άλλο πρόσωπο με δόλιο σκοπό, υποδύομαι άλλο πρόσωπο προκειμένου να τό βλάψω ή για να αποκομίσω αθέμιτα κέρδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαστός + προσωπώ (< πρόσωπος < πρόσωπο), πρβλ. εκ προσωπώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”